εξαγριωμένος

εξαγριωμένος
η , ο[ν] разъярённый, озверелый

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "εξαγριωμένος" в других словарях:

  • αμέρευτος — και ανημέρευτος, η, ο 1. (για ζώα) αυτός που δεν εξημερώθηκε ή δεν μπορεί να εξημερωθεί, ανήμερος, ατίθασος 2. (για πρόσωπα ή πράγματα) εξαγριωμένος, ακατεύναστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητ. + μερεύω. Η λ. ανημέρευτος αποτελεί παράλληλο τ. τού επιθ …   Dictionary of Greek

  • εξαγριώνω — (AM ἐξαγριῶ) [αγριώ] 1. εξοργίζω, εξερεθίζω, εξάπτω («εξαγριώνεται όταν τού ζητούν χρήματα») 2. (για χώρα ή περιοχή) εγκαταλείπω, αφήνω ακαλλιέργητη 3. (μτχ.) παρακμ. ως επίθ.) ἐξαγριωμένος, η, ο(ν) α) (για μαλλιά) ανακατωμένος β) (για ψυχή)… …   Dictionary of Greek

  • θηρίο — και θεριό, το (ΑΜ θηρίον) 1. άγριο ζώο, αγρίμι 2. μτφ. για πρόσ. άσπλαχνος, σκληρόκαρδος, ωμός, σκληρός, απάνθρωπος (α. «αυτός είναι θηρίο ανήμερο» β. «ώ δειλότατον συ θηρίον», Αριστοφ.) νεοελλ. 1. μτφ. (για μεγαλόσωμο άνθρωπο και για ασθενή που… …   Dictionary of Greek

  • θηριώδης — ες (ΑΜ θηριώδης, ες) [θηρίο] 1. (για πρόσ.) άγριος, ορμητικός, επιθετικός όπως το θηρίο 2. (για πράξεις, ιδιότητες, καταστάσεις που αφορούν πρόσ.) αυτός που αρμόζει ή προσιδιάζει σε θηρίο, κτηνώδης, ζωώδης (α. «θηριώδης συμπεριφορά» β. «θηριώδης… …   Dictionary of Greek

  • κιμαδιάζω — [κιμάς] 1. κόβω σε ειδική μηχανή ή με ειδικό μαχαίρι το κρέας ώστε να γίνει κιμάς 2. μτφ. κατακρεουργώ («θά σέ κιμαδιάσει όταν σέ δει, είναι εξαγριωμένος μαζί σου») …   Dictionary of Greek

  • κλοτσώ — (Μ κλοτσῶ, άω) [κλότσος] χτυπώ κάποιον ή κάτι με το πόδι μου, δίνω κλοτσιά σε κάποιον ή σε κάτι, λακτίζω («ήταν τόσο εξαγριωμένος ώστε άρχισε να κλοτσάει ό,τι έβρισκε μπροστά του») νεοελλ. 1. έχω τη συνήθεια να δίνω κλοτσιές («αυτό το άλογο δεν… …   Dictionary of Greek

  • ξεσπαθώνω — 1. τραβώ και βγάζω το σπαθί ή το ξίφος ή τη λόγχη από τη θήκη, ξιφουλκώ («ο Έλλην ξεσπαθώνει...») 2. μτφ. κινούμαι δραστήρια, δραστηριοποιούμαι υπέρ ή εναντίον κάποιου, κινώ εκστρατεία για τη λύση ενός προβλήματος 3. (η μτχ. παθ. παρακμ.)… …   Dictionary of Greek

  • οξύθηκτος — ὀξύθηκτος, ον (Α) 1. (για όπλα) ο ακονισμένος οξέως, αυτός που έχει αιχμηρή κόψη, κοφτερός 2. (για πρόσ.) μτφ. αυτός που κεντρίζεται βαθιά από πάθος, εμμανής, εξαγριωμένος. επίρρ... ὀξυθήκτως (Α) με οξύθηκτο, αιχμηρό τρόπο ή εξαγριωμένα, με μανία …   Dictionary of Greek

  • οργιώ — ὀργιῶ, άω (Α) 1. οργιάζω 2. οργώ 3. (για λέοντα) είμαι εξαγριωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταγενέστερος τ. τού ὀργιάζω, κατά τα συνηρημένα σε άω / ῶ] …   Dictionary of Greek

  • πανόργιλος — ον, Α πάρα πολύ οργίλος, εξαγριωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ὀργίλος] …   Dictionary of Greek

  • σκυλί — το / σκυλίν, ΝΜ, και παλ. τ. σκυλλί Ν [σκύλος] σκύλος νεοελλ. 1. υβριστική προσωνυμία βαρβάρων και μη χριστιανών («την άγια Τράπεζά μας μη μάς τήν πάρουν τα σκυλιά και μάς τή μαγαρίσουν», δημ. τραγούδι) 2. μτφ. α) αυτός που έχει πολύ μεγάλη… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»